ὑπισχνοῦμαι — ὑπισχνέομαι take upon oneself pres ind mp 1st sg (attic epic doric) ὑπισχνέομαι take upon oneself pres ind mp 1st sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υπόσχομαι — Ν (διαλ. τ.) υπόσχομαι. ὑπόσχομαι ΝΜ βεβαίνω ότι θα κάνω κάτι, αναλαμβάνω την υποχρέωση να κάνω κάτι, δίνω υπόσχεση, τάζω (α. «υποσχέθηκε να μέ βοηθήσει» β. «ύπίσχετο ἀνδρὶ ἑκάστω», Ηρόδ. γ. «ὅσσα τοι... ὑπέσχετο δῶρα», Ομ. Ιλ.) νεοελλ. 1. παρέχω … Dictionary of Greek
καθυπισχνούμαι — καθυπισχνοῡμαι, έομαι (AM) (επιτατ. τού υπισχνούμαι) 1. υπόσχομαι («τοὺς δικαστὰς τοῑς ἀνοήτοις καθυπισχνούμενος», Λουκιαν.) 2. (κατά τον Ησύχ.) «καθυπισχνεῑτο ὡμολογεῑτο». [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ὑπ ισχνοῡμαι «υπόσχομαι»] … Dictionary of Greek
προσυπισχνούμαι — έομαι, Α υπόσχομαι κάτι επί πλέον («καὶ προσυπέσχετο παρὰ τοῡ πατρὸς αὐτοῑς ἀφίξεσθαι σίτου», Πλούτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + ὑπισχνοῦμαι «υπόσχομαι»] … Dictionary of Greek
προϋπίσχνουμαι — έομαι, Α [ὑπισχνοῡμαι] 1. υπόσχομαι προηγουμένως κάτι 2. διατάσσω προηγουμένως … Dictionary of Greek
υπίσχομαι — Α (επικ. και ιων. τ.) βλ. ὑπισχνοῡμαι … Dictionary of Greek
υπεσχημένος — η, ο, Ν 1. αυτός για τον οποίο έχει δοθεί υπόσχεση («δεν δόθηκαν οι υπεσχημένες αυξήσεις τών μισθών») 2. (το ουδ. ως ουσ., ιδίως, στον πληθ.) τα υπεσχημένα οι υποσχέσεις («η κυβέρνηση δεν τήρησε τα υπεσχημένα»). [ΕΤΥΜΟΛ. Μτχ. τού αρχ. παρακμ.… … Dictionary of Greek
υποσχετικός — ή, ό / ὑποσχετικός, ή, όν, ΝΜΑ νεοελλ. 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε υπόσχεση («υποσχετικές συμβάσεις» συμβάσεις με τις οποίες ιδρύεται ενοχικό δικαίωμα, π.χ. πώληση) 2. το ουδ. ως ουσ. το υποσχετικό έγγραφο με το οποίο δίνει κάποιος… … Dictionary of Greek
υπόσχεση — η / ὑπόσχεσις, έσεως, ΝΜΑ η διαβεβαίωση ότι θα κάνει κάποιος κάτι, το να αναλαμβάνει κανείς την υποχρέωση να κάνει κάτι (α. «μού έδωσε πολλές υποσχέσεις αλλά δεν τίς τήρησε» β. «πρὶν ἢ τὴν ὑπόσχεσιν ἔργον σοι γενέσθαι», Λουκιαν. γ. «ἐγὼ δ ἂν οὐ… … Dictionary of Greek