υπισχνούμαι

υπισχνούμαι
-έομαι, ΜΑ, και επικ. και ιων. τ. ὑπίσχομαι Α
υπόσχομαι, δίνω υπόσχεση, αναλαμβάνω να πράξω κάτι
αρχ.
1. συγκατατίθεμαι
2. βεβαιώνω.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αρχικός τ. τού ρ. είναι ο τ. ὑπίσχομαι, σύνθ. από την πρόθεση ὑπό και το ρ. ἴσχω, ἴσχομαι, παρλλ. τ. τού ρ. ἔχω (βλ. λ. έχω [Ι]), από τον οποίο προήλθε ο αττ. τ. ὑπισχνοῦμαι, πιθ. αναλογικά προς το αντώνυμο ρ. ἀρνοῦμαι].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ὑπισχνοῦμαι — ὑπισχνέομαι take upon oneself pres ind mp 1st sg (attic epic doric) ὑπισχνέομαι take upon oneself pres ind mp 1st sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • υπόσχομαι — Ν (διαλ. τ.) υπόσχομαι. ὑπόσχομαι ΝΜ βεβαίνω ότι θα κάνω κάτι, αναλαμβάνω την υποχρέωση να κάνω κάτι, δίνω υπόσχεση, τάζω (α. «υποσχέθηκε να μέ βοηθήσει» β. «ύπίσχετο ἀνδρὶ ἑκάστω», Ηρόδ. γ. «ὅσσα τοι... ὑπέσχετο δῶρα», Ομ. Ιλ.) νεοελλ. 1. παρέχω …   Dictionary of Greek

  • καθυπισχνούμαι — καθυπισχνοῡμαι, έομαι (AM) (επιτατ. τού υπισχνούμαι) 1. υπόσχομαι («τοὺς δικαστὰς τοῑς ἀνοήτοις καθυπισχνούμενος», Λουκιαν.) 2. (κατά τον Ησύχ.) «καθυπισχνεῑτο ὡμολογεῑτο». [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ὑπ ισχνοῡμαι «υπόσχομαι»] …   Dictionary of Greek

  • προσυπισχνούμαι — έομαι, Α υπόσχομαι κάτι επί πλέον («καὶ προσυπέσχετο παρὰ τοῡ πατρὸς αὐτοῑς ἀφίξεσθαι σίτου», Πλούτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + ὑπισχνοῦμαι «υπόσχομαι»] …   Dictionary of Greek

  • προϋπίσχνουμαι — έομαι, Α [ὑπισχνοῡμαι] 1. υπόσχομαι προηγουμένως κάτι 2. διατάσσω προηγουμένως …   Dictionary of Greek

  • υπίσχομαι — Α (επικ. και ιων. τ.) βλ. ὑπισχνοῡμαι …   Dictionary of Greek

  • υπεσχημένος — η, ο, Ν 1. αυτός για τον οποίο έχει δοθεί υπόσχεση («δεν δόθηκαν οι υπεσχημένες αυξήσεις τών μισθών») 2. (το ουδ. ως ουσ., ιδίως, στον πληθ.) τα υπεσχημένα οι υποσχέσεις («η κυβέρνηση δεν τήρησε τα υπεσχημένα»). [ΕΤΥΜΟΛ. Μτχ. τού αρχ. παρακμ.… …   Dictionary of Greek

  • υποσχετικός — ή, ό / ὑποσχετικός, ή, όν, ΝΜΑ νεοελλ. 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε υπόσχεση («υποσχετικές συμβάσεις» συμβάσεις με τις οποίες ιδρύεται ενοχικό δικαίωμα, π.χ. πώληση) 2. το ουδ. ως ουσ. το υποσχετικό έγγραφο με το οποίο δίνει κάποιος… …   Dictionary of Greek

  • υπόσχεση — η / ὑπόσχεσις, έσεως, ΝΜΑ η διαβεβαίωση ότι θα κάνει κάποιος κάτι, το να αναλαμβάνει κανείς την υποχρέωση να κάνει κάτι (α. «μού έδωσε πολλές υποσχέσεις αλλά δεν τίς τήρησε» β. «πρὶν ἢ τὴν ὑπόσχεσιν ἔργον σοι γενέσθαι», Λουκιαν. γ. «ἐγὼ δ ἂν οὐ… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”